- Σαμαρείτης
- ο, ΝΜΑ, θηλ. Σαμαρείτισσα Ν και Σαμαρεῑτις και Σαμαρῑτις, -ίτιδος ΜΑ, και Σαμαρίτης και δωρ. τ. Σαμαρῑτας Α [Σαμάρεια](συν. στον. πληθ.) οι Σαμαρείτες και οἱ Σαμαρεῑταιοι κάτοικοι τής Σαμάρειας, που μέχρι το 721 π.Χ. αποτελούσαν αμιγή ιουδαϊκό πληθυσμό, ύστερα όμως από την κατάληψη τής πόλης από τον Σαργών και την εγκατάσταση σ' αυτήν Ασσυρίων ειδωλολατρών σχημάτισαν ιδιαίτερη θρησκευτική κοινότητα, χαρακτηριζόμενη ως αιρετική από τους Ιουδαίουςνεοελλ.1. μέλος τής ιδιαίτερης θρησκευτικής κοινότητας τής Σαμάρειας2. φρ. «ο καλός Σαμαρείτης» — άνθρωπος που, μολονότι κατά τεκμήριο θα έπρεπε να είναι κακός, συντρέχει και βοηθά τους αναξιοπαθούντες και πάσχοντες, όπως ο Σαμαρείτης τού ευαγγελίου.
Dictionary of Greek. 2013.